FAQs About the word unwomanly

ανένδοτος

not womanly

αρσενικός,αγέννητος,Απρεπής,άτακτη,Άνδρας,Ανδρικός,ανδρικός,αγοροκόριτσο,ιπποτικός,Ανδρικός

θηλυπρεπής,θηλυκό,θηλυκός,ευγενική,Ανάρμοστος, ανάρμοστα,θηλυκός,κοριτσίστικος,μαλάκας,ανέξοδος,θηλυπρεπής

unwoman => αναποκοπηθείσα γυναίκα, unwittingly => αθέλητα, unwitting => άθελά του, unwitch => ξεμάγεμα, unwit => άθελα,