Greek Meaning of volunteered

εθελοντής

Other Greek words related to εθελοντής

Definitions and Meaning of volunteered in English

Webster

volunteered (imp. & p. p.)

of Volunteer

FAQs About the word volunteered

εθελοντής

of Volunteer

δωρεά,έδωσε,συνεισέφερε,παρουσιάζεται,προσφέρονται,απονεμήθηκε,απονεμημένος,επιπλωμένος,εκδόθηκε,προσφέρεται

πραγματοποιήθηκε,κράτησε,Διατηρημένα,αποθηκευμένο,κατεχόμενος,προηγμένος,Σαρακοστή,δανεισμένος,τσεπώνω,συντηρημένο

volunteer state => Πολιτεία εθελοντών, volunteer navy => Εθελοντικό ναυτικό, volunteer => εθελοντής, voluntaryism => εθελοντισμός, voluntary muscle => Εθελοντικός μυς,