Greek Meaning of gypsying
Γυφτοσύνη
Other Greek words related to Γυφτοσύνη
- κωλυσιεργία
- περιπλάνηση
- Φρεζάρισμα (περίπου ή γύρω)
- κατηφής
- βολτάροντας
- περιπλάνηση
- αλητεία
- πλανόδιος
- επιπλέων
- περιπλάνηση (γύρω)
- το χτύπημα (περίπου)
- ελικοειδής
- περιαγωγή
- περιπλανώμενος
- Περίπατος
- επιβραδυνόμενος
- περιπλανώμενος
- πλανόδιος
- Πήγε
- κρουαζιέρα
- παρασυρμός
- περιπλανώμενος
- περιπλάνηση
- κλωτσώντας γύρω
- περιπλάνηση
- περιοχή
- τρέχω
Nearest Words of gypsying
Definitions and Meaning of gypsying in English
gypsying
to travel or roam from place to place see usage paragraph at gypsy, one of a people coming originally from India to Europe in the 14th or 15th century and living and maintaining a wandering way of life, the Indo-Aryan language of the Roma people, a member of a traditionally itinerant people who originated in northern India and now live chiefly in Europe and in smaller numbers throughout the world, romany sense 2, a person who wanders or roams from place to place
FAQs About the word gypsying
Γυφτοσύνη
to travel or roam from place to place see usage paragraph at gypsy, one of a people coming originally from India to Europe in the 14th or 15th century and liv
κωλυσιεργία,περιπλάνηση,Φρεζάρισμα (περίπου ή γύρω),κατηφής,βολτάροντας,περιπλάνηση,αλητεία,πλανόδιος,επιπλέων,περιπλάνηση (γύρω)
No antonyms found.
gynecologists => Γυναικολόγοι, gyms => γυμναστήρια, gymkhanas => τζιμκάνες, guzzlers => μέθυσοι, guys => παιδιά,