Greek Meaning of occupate
καταλαμβάνω
Other Greek words related to καταλαμβάνω
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of occupate
- occupation => επάγγελμα
- occupation licence => Αδεια χρήσης
- occupation license => άδεια άσκησης επαγγέλματος
- occupational => επαγγελματικός
- occupational disease => Επαγγελματική ασθένεια
- occupational group => επαγγελματική ομάδα
- occupational hazard => Επαγγελματικός κίνδυνος
- occupational safety and health act => Νόμος για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία
- occupational safety and health administration => Επιθεώρηση Εργασίας
- occupational therapy => Εργοθεραπεία
Definitions and Meaning of occupate in English
occupate (v. t.)
To occupy.
FAQs About the word occupate
καταλαμβάνω
To occupy.
No synonyms found.
No antonyms found.
occupant => κάτοικος, occupancy rate => Ποσοστό πληρότητας, occupancy => κατοχή, occultness => μυστικισμός, occultly => μυστικά,