Greek Meaning of occultly

μυστικά

Other Greek words related to μυστικά

Definitions and Meaning of occultly in English

Webster

occultly (adv.)

In an occult manner.

FAQs About the word occultly

μυστικά

In an occult manner.

μυστηριώδης,αινιγματικός,μυστηριώδης,μυστικός,ασαφής,παράξενος,ασαφής,Μυστικός,συγκεχυμένος,σκοτεινός, -ή, -ό

φαινομενικός,εμφανής,Κατανοητός,φανερός,προφανής,κατανοητός,σαφής,ανεξερεύνητος,απτός,απλός

occultist => αποκρυφιστής, occultism => αποκρυφισμός, occulting => απόκρυψη, occulted => κρυμμένο, occultation => απόκρυψη,