FAQs About the word warehousing

Αποθήκευση

depositing in a warehouseof Warehouse, The act of placing goods in a warehouse, or in a customhouse store.

Γκαράζ,στέγαση,αποθήκευση,παλαίωση,Υποβολή,Στάθμευση στο υπόστεγο,φύλαξη,Συσκευασία,κατάθεση,ράφια

No antonyms found.

warehouses => αποθήκες, warehouser => αποθήκη, warehousemen => Αποθηκάριοι, warehouseman's lien => δικαίωμα κατακράτησης αποθηκάριου, warehouseman => Αποθηκάριος,