FAQs About the word curdles

πήζει

to cause curds to form in, to go bad or wrong, spoil, sour, to congeal as if by forming curds, to form curds

επιδεινώνει,εξοργίζει,εξοργίζει,εξοργίζει,εναντιώνεται,θυμίαμα,εξαγριώνει

κατευνάζει,εξιλεώνει,κατευνάζει,γλυκαίνει,ηρεμεί,εξευμενίζει

curding => πήξη, curded => πηγμένο, curbs => πεζοδρόμια, curbed => συγκρατημένος, curatives => θεραπείες,