Greek Meaning of stodgily

επιβαρυντικά

Other Greek words related to επιβαρυντικά

Definitions and Meaning of stodgily in English

Wordnet

stodgily (r)

in a stuffy manner

FAQs About the word stodgily

επιβαρυντικά

in a stuffy manner

βαρετό,βαρετό,σκονισμένος,βαρύς,παλιό,αργός,κουραστικός,κουρασμένος,κουραστικό,ενοχλητικό

απορροφητικός,εκπληκτικός,καταπληκτικός,Συμμετοχικός,απορροφητικός,συναρπαστικός,καταπληκτικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,περιλαμβάνοντας

stodge => Βαρύ φαγητό, stockyard => αυλή με ζώα, stocky => γεροδεμένος, stockton => Στόκτον, stock-taking => απογραφή,