Greek Meaning of tetchiness

ευερεθιστότητα

Other Greek words related to ευερεθιστότητα

Definitions and Meaning of tetchiness in English

Wordnet

tetchiness (n)

feeling easily irritated

Webster

tetchiness (n.)

See Techiness.

FAQs About the word tetchiness

ευερεθιστότητα

feeling easily irritatedSee Techiness.

θυμωμένος,ευερέθιστος,ευαίσθητος,γαργαλιστικός,ευαίσθητος,ευέξαπτος,Γκρινιάρης,γκρινιάρης,υπερευαίσθητος,ευέξαπτος

ευχάριστος,φιλικός,καλόκαρδος,ανέμελος,εύκολος,Καλοσυνάτος,μακρόθυμος,χαλαρός,Παχυδερμικός,Ανεπηρέαστος

tetchily => ευέξαπτα, tetaug => τεταύγκ, tetartohedrism => τεταρτοεδρισμός, tetartohedral => τεταρτοεδρικός, tetartanopia => Τεταρτανωπία,