FAQs About the word spanked

έδωσε ξύλο

an act of spanking, to strike especially on the buttocks with the open hand, to strike on the buttocks with the open hand, to move quickly, dashingly, or spirit

χτύπησε,Φθαρμένος,χτύπησε,χτύπησε,σφυρηλατημένο,χτύπησε,χτύπησε,χτυπημένος,ρυθμός,διπλωμένος

No antonyms found.

spangling => λαμπερός, spangles => σταυρόλεξο, spalls => Σπασίματα, spading => σκάψιμο, spadeworks => εργασίες σκαψίματος,