Greek Meaning of mauled

Ακρωτηριασμένος

Other Greek words related to Ακρωτηριασμένος

Definitions and Meaning of mauled in English

Webster

mauled (imp. & p. p.)

of Maul

FAQs About the word mauled

Ακρωτηριασμένος

of Maul

κακοποιημένος,ενέδρα,επιτέθηκε,τραυματισμένος,κακοποιημένος,τραυματισμένος,άγριος,κακομεταχειρισμένο,χτυπημένος,Φθαρμένος

χαϊδεύω,χαϊδεύω,Κακομαθημένος,χαϊδεμένος,καλομαθημένο,ενθαρρυνόμενος ,περιποιημένος,φρόντιζε (για),κακομαθημένος

maule => Μολ, mauldin => Μόλντιν, maul oak => βελανιδιά δρυς, maul => μαυλί, maukin => μαυκίν,