Greek Meaning of trusion
εισβολή
Other Greek words related to εισβολή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of trusion
- truss => δοκός
- truss bridge => Γέφυρα δικτυώματος
- trussed => δεμένος
- trussing => δοκός
- trust => εμπιστοσύνη
- trust account => λογαριασμός εμπιστοσύνης
- trust busting => Καταπολέμηση μονοπωλίων
- trust company => Εταιρεία εμπιστοσύνης
- trust corporation => Εταιρεία εμπιστοσύνης
- trust deed => Πιστοποιητικό εμπιστοσύνης
Definitions and Meaning of trusion in English
trusion (n.)
The act of pushing or thrusting.
FAQs About the word trusion
εισβολή
The act of pushing or thrusting.
No synonyms found.
No antonyms found.
trunnioned => περιστρεφόμενος, trunnion => στρόφαλος, trunnel => τούνελ, trunkwork => πορτμπαγκάζ, trunks => κορμοί,