Greek Meaning of drilled

τρυπημένος

Other Greek words related to τρυπημένος

Definitions and Meaning of drilled in English

Wordnet

drilled (s)

trained in a skill by repetitious practice

Webster

drilled (imp. & p. p.)

of Drill

FAQs About the word drilled

τρυπημένος

trained in a skill by repetitious practiceof Drill

τρυπημένος,τρυπητός,τρύπησε,διάτρητος,βαρετό,κόβω,διάτρητος,τρυπημένος,τρυπημένος,πατημένος

γεμάτος,σφραγισμένος,μπαλωμένο,συνδεδεμένο

drill steel => τρυπάνι, drill site => Χώρος γεώτρησης, drill rod => Τρυπάνι, drill rig => εξέδρα άντλησης πετρελαίου, drill press => τρυπάνι πάγκου,