Greek Meaning of prescribed
συνταγογραφημένο
Other Greek words related to συνταγογραφημένο
- υπολογισμένος
- βέβαιος
- προορισμένος
- αναμενόμενος
- σταθερός
- προαποφασισμένος
- προβλέψιμος
- προβλεπόμενος
- αναπόφευκτος
- σκοπούμενος
- προγραμματισμένη
- προκαθορισμένος
- προκαθορισμένος
- προβλέψιμος
- προκαθορισμένος
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- προμελετημένο
- προσχεδιασμένος
- σετ
- σίγουρα
- εσκεμμένος
- συνειδητός
- ελεύθερη βούληση
- γνώση
- εκ προθέσεως
- αυθόρμητο
- εθελοντικός
- εθελοντής
- εκούσιος
Nearest Words of prescribed
- prescript => συνταγή
- prescription => συνταγή
- prescription drug => Φάρμακο συνταγής
- prescription medicine => Φάρμακο συνταγής
- prescriptive => προγραφικός
- prescriptive grammar => Προσδιοριστική γραμματική
- prescriptive linguistics => Προγραφική γλωσσολογία
- prescriptivism => προγραφισμός
- preseason => Προετοιμασία
- presence => παρουσία
Definitions and Meaning of prescribed in English
prescribed (s)
set down as a rule or guide
fixed or established especially by order or command
conforming to set usage, procedure, or discipline
formally laid down or imposed
FAQs About the word prescribed
συνταγογραφημένο
set down as a rule or guide, fixed or established especially by order or command, conforming to set usage, procedure, or discipline, formally laid down or impos
υπολογισμένος,βέβαιος,προορισμένος,αναμενόμενος,σταθερός,προαποφασισμένος,προβλέψιμος,προβλεπόμενος,αναπόφευκτος,σκοπούμενος
τυχαίο,ανεπίσημος,ευκαιρία,,ακούσιος,τυχαίο,ακούσιος,ακούσιο,απρογραμμάτιστος,μη προμελετημένο
prescribe => συνταγογραφώ, prescott => Πρέσκοτ, presciently => οξυδερκής, prescient => lungimirante, prescience => πρόγνωση,