Greek Meaning of preschooler
παιδί προσχολικής ηλικίας
Other Greek words related to παιδί προσχολικής ηλικίας
- Έφηβος
- βρέφος
- Παιδί
- Παιδί νηπιαγωγείου
- Νηπιαγωγείο
- νεογνό
- Μαθητής
- Νήπιο
- μαθητής
- μωρό μου
- μωρό
- παιδί
- μωρό
- ανθόφυλλο
- Χερουβείμ
- κοτοπούλι
- παιδί
- κουτάβι
- ανήλικος
- παιδί
- παιδί
- ανήλικος
- πίθηκος
- κούκλα
- νεογνό
- Πουλί
- μαθητής
- Μαθήτρια
- βλαστάρια
- έφηβος
- Έφηβος
- παιδί
- νήπιο
- παιδί
- αλήτης
- αποθηλασμένο
- κουτάβι
- Τσακάλι
- νεαρός
- νεαρός
- Νεολαία
- παιδί
- γόνος
- τύπος
- διάβολος
- διάβολος
- χωριατοπούλα
- δαιμόνιο
- κακομοίρης
- Παιδί
- σκανταλιά
- πένσα
- προεφηβεία
- Τσαμπουκάς
- απατεώνας
- Ξυριστική μηχανή
- σπράτος
- ριπή
- Νεαρός
- λίγο
- αγοροκόριτσο
- Έφηβος
- Προ-έφηβος
- έφηβος
- έφηβος
Nearest Words of preschooler
- preschool => Νηπιαγωγείο
- presbytes entellus => Μακάκος ο κατάφρακτος
- presbytes => πρεσβύτεροι
- presbytery => Πρεσβυτέριον
- presbyterianism => πρεσβυτεριανισμός
- presbyterian church => Πρεσβυτεριανή εκκλησία
- presbyterian => Πρεσβυτεριανή
- presbyter => Πρεσβύτερος
- presbyopic => πρεσβυωπικός
- presbyopia => Πρεσβυωπία
Definitions and Meaning of preschooler in English
preschooler (n)
a child who attends a preschool or kindergarten
FAQs About the word preschooler
παιδί προσχολικής ηλικίας
a child who attends a preschool or kindergarten
Έφηβος,βρέφος,Παιδί,Παιδί νηπιαγωγείου,Νηπιαγωγείο,νεογνό,Μαθητής,Νήπιο,μαθητής,μωρό μου
ενήλικας,ενήλικας,αρχαίος,ηλικιωμένος,γέρος,παλιός,ηλικιωμένος, -η, -ο,Ηλικιωμένος πολίτης,συνταξιούχος,μεσήλικας
preschool => Νηπιαγωγείο, presbytes entellus => Μακάκος ο κατάφρακτος, presbytes => πρεσβύτεροι, presbytery => Πρεσβυτέριον, presbyterianism => πρεσβυτεριανισμός,