Greek Meaning of neonate
νεογνό
Other Greek words related to νεογνό
Nearest Words of neonate
- neonatal period => Περιγεννητική περίοδος
- neonatal mortality rate => Ποσοστό νεογνικής θνησιμότητας
- neonatal mortality => Νεογνική θνησιμότητα
- neonatal intensive care unit => Μονάδα εντατικής θεραπείας νεογνών
- neonatal hyperbilirubinemia => Νεογνική υπερχολερυθριναιμία
- neonatal death => Νεογνικός θάνατος
- neonatal => νεογνικό
- neon tube => Νεώνας
- neon lamp => Λάμπα νέον
- neon induction lamp => λαμπτήρας νέον επαγωγής
Definitions and Meaning of neonate in English
neonate (n)
a baby from birth to four weeks
FAQs About the word neonate
νεογνό
a baby from birth to four weeks
μωρό,παιδί,βρέφος,νεογνό,Νήπιο,μωρό μου,Αγόρι,κορίτσι,Παιδί,μωρό
ενήλικας,ηλικιωμένος,ενήλικας,Ηλικιωμένος πολίτης,γκριζογένης,παλιός,γέρος,ηλικιωμένος, -η, -ο
neonatal period => Περιγεννητική περίοδος, neonatal mortality rate => Ποσοστό νεογνικής θνησιμότητας, neonatal mortality => Νεογνική θνησιμότητα, neonatal intensive care unit => Μονάδα εντατικής θεραπείας νεογνών, neonatal hyperbilirubinemia => Νεογνική υπερχολερυθριναιμία,