Greek Meaning of jackanapes
κακομοίρης
Other Greek words related to κακομοίρης
- Χερουβείμ
- διάβολος
- δαιμόνιο
- βρέφος
- σκανταλιά
- πίθηκος
- νεογνό
- Πουλί
- νεογνό
- Τσαμπουκάς
- απατεώνας
- παιδί
- Νήπιο
- παιδί
- αλήτης
- Τσακάλι
- Έφηβος
- μωρό μου
- μωρό
- διάβολος
- ανήλικος
- Παιδί νηπιαγωγείου
- Νηπιαγωγείο
- κούκλα
- πένσα
- παιδί προσχολικής ηλικίας
- προεφηβεία
- μαθητής
- Μαθητής
- Μαθήτρια
- Νεαρός
- έφηβος
- Έφηβος
- νήπιο
- Έφηβος
- αποθηλασμένο
- γόνος
- μαθητής
- Προ-έφηβος
- έφηβος
- έφηβος
- παιδί
- μωρό
- ανθόφυλλο
- τύπος
- κοτοπούλι
- παιδί
- κουτάβι
- χωριατοπούλα
- Παιδί
- παιδί
- παιδί
- Παιδί
- ανήλικος
- Ξυριστική μηχανή
- σπράτος
- βλαστάρια
- ριπή
- λίγο
- αγοροκόριτσο
- κουτάβι
- νεαρός
- νεαρός
- Νεολαία
- έφηβη
- παιδί
- Πρώιμη εφηβεία
Nearest Words of jackanapes
- jack-a-lent => no equivalent
- jack-a-lantern => Φανάρι κολοκύθας
- jackal => τσακάλι
- jack-a-dandy => ένας ωραίος άντρας
- jack william nicklaus => Τζακ Γουίλιαμ Νίκλαους
- jack up => ανυψώνω
- jack the ripper => Τζακ ο Αντεροβγάλτης
- jack salmon => Τζακ Σάλμον
- jack roosevelt robinson => Τζάκι Ρούζβελτ Ρόμπινσον
- jack plane => ρούμπαν
Definitions and Meaning of jackanapes in English
jackanapes (n)
someone who is unimportant but cheeky and presumptuous
jackanapes (n.)
A monkey; an ape.
A coxcomb; an impertinent or conceited fellow.
FAQs About the word jackanapes
κακομοίρης
someone who is unimportant but cheeky and presumptuousA monkey; an ape., A coxcomb; an impertinent or conceited fellow.
,Χερουβείμ,διάβολος,δαιμόνιο,βρέφος,σκανταλιά,πίθηκος,νεογνό,Πουλί,νεογνό
ενήλικας,αρχαίος,ηλικιωμένος,γέρος,παλιός,ενήλικας,ηλικιωμένος, -η, -ο,Ηλικιωμένος πολίτης,συνταξιούχος,μεσήλικας
jack-a-lent => no equivalent, jack-a-lantern => Φανάρι κολοκύθας, jackal => τσακάλι, jack-a-dandy => ένας ωραίος άντρας, jack william nicklaus => Τζακ Γουίλιαμ Νίκλαους,