Greek Meaning of presbyopic
πρεσβυωπικός
Other Greek words related to πρεσβυωπικός
Nearest Words of presbyopic
- presbyter => Πρεσβύτερος
- presbyterian => Πρεσβυτεριανή
- presbyterian church => Πρεσβυτεριανή εκκλησία
- presbyterianism => πρεσβυτεριανισμός
- presbytery => Πρεσβυτέριον
- presbytes => πρεσβύτεροι
- presbytes entellus => Μακάκος ο κατάφρακτος
- preschool => Νηπιαγωγείο
- preschooler => παιδί προσχολικής ηλικίας
- prescience => πρόγνωση
Definitions and Meaning of presbyopic in English
presbyopic (a)
able to see distant objects clearly
FAQs About the word presbyopic
πρεσβυωπικός
able to see distant objects clearly
υπερμετρωπικός, μυωπικός,Υπερμητρωπία,Υπερμητρωπία
Μυωπικός,μυωπικός,μυωπικός,Αστιγματικός
presbyopia => Πρεσβυωπία, presbyope => πρεσβυωπία, presage => προμήνυμα, pres young => Πρες Γιάνγκ, prerogative => προνόμιο,