Greek Meaning of prerequisite
προϋπόθεση
Other Greek words related to προϋπόθεση
Nearest Words of prerequisite
Definitions and Meaning of prerequisite in English
prerequisite (n)
something that is required in advance
prerequisite (s)
required as a prior condition or course of study
FAQs About the word prerequisite
προϋπόθεση
something that is required in advance, required as a prior condition or course of study
ανάγκη,απαίτηση,συνθήκη,ουσιαστικός,πρέπει,Must-have,απαραίτητος,προϋπόθεση,προϋπόθεση,πλεονέκτημα
Ανέσεις,Άνεση,επιπλέον,Σπατάλη,επιείκεια,πολυτέλεια,περιττότητα,πλεόνασμα,πλεόνασμα,φουντωτό
prerecorded => Προηχογραφημένο, prerecord => Προεγγραφή, pre-raphaelite => Πραιραφαηλίτης, prepyloric vein => Φλέβα προπυλωρού, prepupal => προνυμφικός,