Greek Meaning of improver
βελτιωτής
Other Greek words related to βελτιωτής
- βελτιώνω
- βοήθεια
- βελτιώνω
- τροποποιώ
- καλύτερος
- εμπλουτίζω
- τέλειο
- εκλεπτύνω
- ενισχύω
- Αποκαθιστώ
- φάρμακο
- ενισχύω
- Αναβάθμιση
- ενισχύω
- Σωστό
- Επεξεργασία
- διορθώνω
- καλό
- λεπτορύθμιση
- οχυρώνω
- ακονίζω
- Εντατικοποιώ
- βελτιώνω
- γυάλισμα
- διορθώνω
- ενισχύω
- Μεταρρύθμιση
- ανακαινίζω (anakainízo)
- αποκαθιστώ
- ανακαίνιση
- αναθεωρώ
- επαναεργασία
- Βόειο κρέας (περισσότερο)
Nearest Words of improver
Definitions and Meaning of improver in English
improver (n)
someone devoted to the promotion of human welfare and to social reforms
a component that is added to something to improve it
improver (n.)
One who, or that which, improves.
FAQs About the word improver
βελτιωτής
someone devoted to the promotion of human welfare and to social reforms, a component that is added to something to improve itOne who, or that which, improves.
βελτιώνω,βοήθεια,βελτιώνω,τροποποιώ,καλύτερος,εμπλουτίζω,τέλειο,εκλεπτύνω,ενισχύω,Αποκαθιστώ
ζημιά,βλάβη,πόνος,βλάπτω,τραυματίζω,μειώνω,χαλάω,μαυρίζω,χειροτερεύει,Φυτόφθορα
improvement => βελτίωση, improved => βελτιωμένη, improve => βελτιώνω, improvable => Βελτιώσιμος, improvability => δυνατότητα βελτίωσης,