Greek Meaning of improvidently
απρόβλεπτα
Other Greek words related to απρόβλεπτα
Nearest Words of improvidently
- improving => Βελτιούμενος
- improvisate => αυτοσχεδιάζω
- improvisated => αυτοσχέδιος
- improvisating => αυτοσχεδιασμός
- improvisation => αυτοσχεδιασμός
- improvisatize => αυτοσχεδιάζω
- improvisator => αυτοσχεδιαστής
- improvisatore => αυτοσχεδιαστής
- improvisatorial => αυτοσχεδιαστικό
- improvisatory => αυτοσχέδιος
Definitions and Meaning of improvidently in English
improvidently (r)
in an improvident manner
improvidently (adv.)
In a improvident manner.
FAQs About the word improvidently
απρόβλεπτα
in an improvident mannerIn a improvident manner.
απρόσεκτος,εξωφρενικός,απερίσκεπτος,μυωπικός,Μαρμέλος,απρόσεκτος,απερίσκεπτος,απερίσκεπτος,αφρόντιστη,σπάταλος
προσεκτικός,οικονομικός,υπερμετρωπικός, μυωπικός,Μπροστά,διορατικός,συνετός,προνοητικός,συνετός,ε разумный,σοφός
improvidentially => απρόοπτα, improvident => ανοικονομίδης, improvidence => Απρονοησία, improvided => αυτοσχέδιος, improver => βελτιωτής,