Greek Meaning of hegemonic
ηγεμονικός
Other Greek words related to ηγεμονικός
- κυριαρχία
- κυριαρχία
- περιοχή
- Κυριαρχία
- Ανωτερότητα
- άνοδος
- άνοδος
- Ανάληψη
- κυριαρχία
- Αυτοκρατορία
- Δικαιοδοσία
- κυριαρχία
- υπεροχή
- βασιλεία
- Υπεροχή
- χέρι
- αυθεντία
- επιρροή
- συμπλέκτης
- εντολή
- έλεγχος
- κατεύθυνση
- Ο eminence
- λαβή
- σημασία
- κυριότητα
- διαχείριση
- κυριαρχία
- επικράτηση
- προνόμιο
- προτεραιότητα
- προνόμιο
- δεξιά
- Σκήπτρο
- κυριαρχία
- ταλάντευση
- εξαγορά
Nearest Words of hegemonic
Definitions and Meaning of hegemonic in English
hegemonic (a.)
Alt. of Hegemonical
FAQs About the word hegemonic
ηγεμονικός
Alt. of Hegemonical
κυριαρχία,κυριαρχία,περιοχή,Κυριαρχία,Ανωτερότητα,άνοδος,άνοδος,Ανάληψη,κυριαρχία,Αυτοκρατορία
αδυναμία,αδυναμία,ανικανότητα
hegemon => ηγεμόνας, hegelism => ηγελιανισμός, hegelianism => Χεγελιανισμός, hegelian => ηγελικός, hegel => Χέγκελ,