FAQs About the word switcher

διακόπτης

a person who administers punishment by wielding a switch or whip

αλλαγή,Ανταλλαγή,αντικαταστάτης,εναλλαγή,εμπόριο,μετακίνηση,αντικαταστήσει,μετατόπιση,εκτοπίζω,Ανταλλαγή

συντηρώ,υποστήριξη

switchboard operator => Τηλεφωνήτρια, switchboard => Κουτί διανομής, switchblade knife => Σουγιάς, switchblade => μαχαίρι πεταλούδα, switch over => εναλλαγή,