Greek Meaning of subcontracting
υπεργολαβία
Other Greek words related to υπεργολαβία
- σύναψη σύμβασης
- πρόσληψη
- πληρωμή
- τοποθέτηση
- προσλήψεις
- μαθητευόμενος
- υποθέτοντας
- απασχολούν
- επισφαλής εργασία
- συνεργασία
- προώθηση
- Επανάληψη
- διατήρηση
- υπογραφή (πάνω ή πάνω)
- αναλαμβάνοντας
- προελαύνοντας
- Συμμετοχικός
- στρατολόγηση
- τάισμα
- συνέχιση (σε)
- τοποθετώντας
- Επανάπροσληψη
- εκ νέου εμπλοκή
- Επανάληψη εργασίας
- επανασυνδέοντας
- προσκοπισμός
- αναβάθμιση
Nearest Words of subcontracting
Definitions and Meaning of subcontracting in English
subcontracting
to let out or undertake work under a subcontract, one to provide all or a specified part of the work or materials required in the original contract, a contract between a party to an original contract and a third party that assigns part of the performance (as building a house) of the original contract to the third party, to undertake (work) under a subcontract, a contract between a party to an original contract and a third party who usually agrees to supply work or materials required in the original contract, a contract between a party to an original contract and a third party, to engage a third party to perform under a subcontract all or part of (work included in an original contract)
FAQs About the word subcontracting
υπεργολαβία
to let out or undertake work under a subcontract, one to provide all or a specified part of the work or materials required in the original contract, a contract
σύναψη σύμβασης,πρόσληψη,πληρωμή,τοποθέτηση,προσλήψεις,μαθητευόμενος,υποθέτοντας,απασχολούν,επισφαλής εργασία,συνεργασία
κονσερβοποίηση,εκφόρτωση,απορρίπτω,απόλυση,απόλυση,κλείδωμα,αναστολή εργασίας,απόλυση,τσεκούρι
subcontracted => εργολάβος, subcontinents => υποήπειροι, subcomponent => Υποσυστατικό, subclasses => Υποκατηγορίες, sub-chiefs => αρχηγοί υποκλάδων,