Greek Meaning of feeing

τάισμα

Other Greek words related to τάισμα

Definitions and Meaning of feeing in English

Webster

feeing (p. pr. & vb. n.)

of Fee

FAQs About the word feeing

τάισμα

of Fee

απασχολούν,Συμμετοχικός,πρόσληψη,πληρωμή,προσλήψεις,υποθέτοντας,στρατολόγηση,επισφαλής εργασία,τοποθετώντας,τοποθέτηση

κονσερβοποίηση,εκφόρτωση,απορρίπτω,απόλυση,απόλυση,τσεκούρι,απόλυση,αναστολή εργασίας,κλείδωμα

fee-faw-fum => φει-φο-φουμ, feedstock => Πρώτη ύλη, feedlot => Ταΐστρα, feeding chair => καρεκλάκι φαγητού, feeding bottle => μπιμπερό,