Greek Meaning of apprenticing
μαθητευόμενος
Other Greek words related to μαθητευόμενος
- σύναψη σύμβασης
- απασχολούν
- πρόσληψη
- επισφαλής εργασία
- συνεργασία
- πληρωμή
- προσλήψεις
- διατήρηση
- υπεργολαβία
- υποθέτοντας
- Συμμετοχικός
- στρατολόγηση
- τάισμα
- τοποθετώντας
- τοποθέτηση
- προώθηση
- Επανάπροσληψη
- εκ νέου εμπλοκή
- Επανάληψη εργασίας
- επανασυνδέοντας
- Επανάληψη
- προσκοπισμός
- υπογραφή (πάνω ή πάνω)
- αναλαμβάνοντας
- αναβάθμιση
- προελαύνοντας
- Κυνηγοί κεφαλών
- συνέχιση (σε)
Nearest Words of apprenticing
Definitions and Meaning of apprenticing in English
apprenticing (p. pr. & vb. n.)
of Apprentice
FAQs About the word apprenticing
μαθητευόμενος
of Apprentice
σύναψη σύμβασης,απασχολούν,πρόσληψη,επισφαλής εργασία,συνεργασία,πληρωμή,προσλήψεις,διατήρηση,υπεργολαβία,υποθέτοντας
κονσερβοποίηση,εκφόρτωση,απορρίπτω,απόλυση,απόλυση,κλείδωμα,αναστολή εργασίας,απόλυση,τσεκούρι
apprenticeship => μαθητεία, apprenticehood => μαθητεία, apprenticed => μαθητευόμενος/μαθήτρια, apprenticeage => Μαθητεία, apprentice => μαθητευόμενος,