Greek Meaning of polarizing

πολωτικός

Other Greek words related to πολωτικός

Definitions and Meaning of polarizing in English

Webster

polarizing (p. pr. & vb. n.)

of Polarize

FAQs About the word polarizing

πολωτικός

of Polarize

συγκεντρώνοντας,ενοποίηση,ολοκληρώνοντας,συγχώνευση,συνένωση,κεντροποίηση,κεντρικοποίηση,συνδυάζοντας,συμπίεση,συγκεντρωτικός

αποκέντρωση,διαχωρίζοντας,εξάπλωση (επέκταση),αποσυντονιστικός,διαχωρίζοντας

polarizer => πολωτής, polarized => πολωμένος, polarize => πολώνω, polarization => πόλωση, polarizable => Πολώσιμο,