FAQs About the word sharer

μοιραστή

someone who has or gives or receives a part or a shareOne who shares; a participator; a partaker; also, a divider; a distributer.

συμμετέχοντας,Συμμετέχων,ηθοποιός,συμμετέχων,συνεργάτης,παίκτης,αξεσουάρ,Αξεσουάρ,βοηθός,Συνάδελφος

θεατής,Μη συμμετέχων,παρατηρητής,θεατής,Θεατής,παρατηρητής,θεατής,ντροπαλή

shareowner => μέτοχος, share-out => διανομή, shareholding => μετοχή, shareholder => μέτοχος, shared out => κοινό,