Greek Meaning of revoker

ανακλητής

Other Greek words related to ανακλητής

Definitions and Meaning of revoker in English

Webster

revoker (n.)

One who revokes.

FAQs About the word revoker

ανακλητής

One who revokes.

εγκαταλείπω,διακόπτω,ακυρώνω,καταργώ,ακυρώνω,σκραπ,κλήση,ακυρώνω,ακυρώνω,ανάκληση

συνεχίζω,κρατάω,αρχίσετε,Συμπλέκομαι,αρχίζω,υπόσχεση,υπόσχεση,αρχή,αρχίζω,αναλαμβάνω

revokement => ανάκληση, revoked => ακυρώθηκε, revoke => ανακαλώ, revokable => ανακλητή, revoice => επανηχογραφήσω,