Greek Meaning of traditional knowledge
παραδοσιακή γνώση
Other Greek words related to παραδοσιακή γνώση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of traditional knowledge
- traditional => παραδοσιακό
- tradition => παράδοση
- trading stamp => Σφραγίδα συναλλαγής
- trading post => εμπορικό κέντρο
- trading operations => Συναλλαγές
- trading floor => Αίθουσα διαπραγμάτευσης
- trading card => Συλλεκτική κάρτα
- trading => Συναλλαγές
- trade-unionist => συνδικαλιστής
- tradeswomen => εργαζόμενες
- traditionalism => Παραδοσιακότητα
- traditionalist => παραδοσιακός
- traditionalistic => παραδοσιακός
- traditionality => παραδοσιακότητα
- traditionally => παραδοσιακά
- traditionaries => παραδοσιολάτρες
- traditionarily => παραδοσιακά
- traditionary => παραδοσιακός
- traditioner => Παραδοσιακός
- traditionist => παραδοσιακός
Definitions and Meaning of traditional knowledge in English
traditional knowledge (n)
knowledge gained through tradition or anecdote
FAQs About the word traditional knowledge
παραδοσιακή γνώση
knowledge gained through tradition or anecdote
No synonyms found.
No antonyms found.
traditional => παραδοσιακό, tradition => παράδοση, trading stamp => Σφραγίδα συναλλαγής, trading post => εμπορικό κέντρο, trading operations => Συναλλαγές,