Greek Meaning of hard-pressed

υπό πίεση

Other Greek words related to υπό πίεση

Definitions and Meaning of hard-pressed in English

Wordnet

hard-pressed (s)

facing or experiencing financial trouble or difficulty

FAQs About the word hard-pressed

υπό πίεση

facing or experiencing financial trouble or difficulty

μπερδεμένος,απορημένος,Αμήχανος,μπερδεμένος,χαμένος,μπερδεμένος,μπερδεμένος,δυσκολεύεται,μπερδεμένος,έκπληκτος

συντεθειμένος,ατρόμητος,ατάραχος,ανήσυχος

hardpan => Σκληροπλάκα, hard-of-hearing => βαρήκοος, hardock => Βακαλάος, hard-nosed => σκληροτράχηλος, hardness => σκληρότητα,