Greek Meaning of oddments

απολειφάδια

Other Greek words related to απολειφάδια

Definitions and Meaning of oddments in English

Wordnet

oddments (n)

a motley assortment of things

FAQs About the word oddments

απολειφάδια

a motley assortment of things

κομμάτια,Υπόλοιπο,υπολείμματα,Σκραπ,τέλη,θραύσματα,Περίσσευμα,Περίσσευμα,επιλογές,ξεκουράζεται

σύνολα

oddment => υπόλοιπα, oddly => παράξενα, odd-leg caliper => Περίεργου σκέλους διαβήτης, odd-job man => Περιστασιακός εργαζόμενος, odd-job => Περιστασιακή εργασία,