Greek Meaning of cumulatively

σωρευτικά

Other Greek words related to σωρευτικά

Definitions and Meaning of cumulatively in English

Wordnet

cumulatively (r)

in a cumulative manner

FAQs About the word cumulatively

σωρευτικά

in a cumulative manner

αθροιστικός,πρόσθετο,σταδιακός,σταδιακός,Συγκεντρωτικός,συσσωρευόμενος,αποπληρωθέντα,Συνενωμένος,Συγκεντρώθηκε,κατασκευασμένος

φθίνουσα,φθίνων,παλινδρομικός,φθίνων

cumulative vote => σωρευτική ψήφος, cumulative preferred stock => Συσσωρευόμενες προνομιούχες μετοχές, cumulative preferred => αθροιστικά προτιμώμενο, cumulative => αθροιστικός, cumulation => σωρευτική,