Greek Meaning of cumulatively
σωρευτικά
Other Greek words related to σωρευτικά
Nearest Words of cumulatively
- cumulative vote => σωρευτική ψήφος
- cumulative preferred stock => Συσσωρευόμενες προνομιούχες μετοχές
- cumulative preferred => αθροιστικά προτιμώμενο
- cumulative => αθροιστικός
- cumulation => σωρευτική
- cumulate => Συγκεντρώνομαι
- cumquat => Κουμ κουάτ
- cummings => Κάμινγκς
- cummerbund => ζωνάρι
- cuminum cyminum => Κύμινο
Definitions and Meaning of cumulatively in English
cumulatively (r)
in a cumulative manner
FAQs About the word cumulatively
σωρευτικά
in a cumulative manner
αθροιστικός,πρόσθετο,σταδιακός,σταδιακός,Συγκεντρωτικός,συσσωρευόμενος,αποπληρωθέντα,Συνενωμένος,Συγκεντρώθηκε,κατασκευασμένος
φθίνουσα,φθίνων,παλινδρομικός,φθίνων
cumulative vote => σωρευτική ψήφος, cumulative preferred stock => Συσσωρευόμενες προνομιούχες μετοχές, cumulative preferred => αθροιστικά προτιμώμενο, cumulative => αθροιστικός, cumulation => σωρευτική,