Greek Meaning of cumulus

σωρείτες νέφες

Other Greek words related to σωρείτες νέφες

Definitions and Meaning of cumulus in English

Wordnet

cumulus (n)

a globular cloud

a collection of objects laid on top of each other

FAQs About the word cumulus

σωρείτες νέφες

a globular cloud, a collection of objects laid on top of each other

συσσώρευση,συναρμολόγηση,συλλογή,ανακάτεμα,Μείγμα,σωρός,Συσσώρευση,ποικιλία,συνονθύλευμα,συγκρότημα

No antonyms found.

cumulous => σωρειτομελανία, cumulonimbus cloud => Βροχοφόρα νεφώματα, cumulonimbus => Ωρομβοφόρος νεφέλη, cumuliform => σωρείτης, cumulatively => σωρευτικά,