Greek Meaning of cumulative
αθροιστικός
Other Greek words related to αθροιστικός
Nearest Words of cumulative
- cumulative preferred => αθροιστικά προτιμώμενο
- cumulative preferred stock => Συσσωρευόμενες προνομιούχες μετοχές
- cumulative vote => σωρευτική ψήφος
- cumulatively => σωρευτικά
- cumuliform => σωρείτης
- cumulonimbus => Ωρομβοφόρος νεφέλη
- cumulonimbus cloud => Βροχοφόρα νεφώματα
- cumulous => σωρειτομελανία
- cumulus => σωρείτες νέφες
- cumulus cloud => Σαρώδης νέφη
Definitions and Meaning of cumulative in English
cumulative (s)
increasing by successive addition
FAQs About the word cumulative
αθροιστικός
increasing by successive addition
αθροιστικός,πρόσθετο,σταδιακός,σταδιακός,Συγκεντρωτικός,συσσωρευόμενος,αποπληρωθέντα,Συνενωμένος,Συγκεντρώθηκε,κατασκευασμένος
φθίνουσα,φθίνων,παλινδρομικός,φθίνων
cumulation => σωρευτική, cumulate => Συγκεντρώνομαι, cumquat => Κουμ κουάτ, cummings => Κάμινγκς, cummerbund => ζωνάρι,