Greek Meaning of cuminum cyminum
Κύμινο
Other Greek words related to Κύμινο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of cuminum cyminum
- cummerbund => ζωνάρι
- cummings => Κάμινγκς
- cumquat => Κουμ κουάτ
- cumulate => Συγκεντρώνομαι
- cumulation => σωρευτική
- cumulative => αθροιστικός
- cumulative preferred => αθροιστικά προτιμώμενο
- cumulative preferred stock => Συσσωρευόμενες προνομιούχες μετοχές
- cumulative vote => σωρευτική ψήφος
- cumulatively => σωρευτικά
Definitions and Meaning of cuminum cyminum in English
cuminum cyminum (n)
dwarf Mediterranean annual long cultivated for its aromatic seeds
FAQs About the word cuminum cyminum
Κύμινο
dwarf Mediterranean annual long cultivated for its aromatic seeds
No synonyms found.
No antonyms found.
cuminum => Κύμινο, cumin seed => Σπέρματα κύμινου, cumin => Κύμινο, cumfrey => Κομφρέι, cumbrous => δυσκίνητος,