Greek Meaning of accursed

καταραμένος

Other Greek words related to καταραμένος

Definitions and Meaning of accursed in English

Wordnet

accursed (s)

under a curse

Webster

accursed (p. p. & a.)

Alt. of Accurst

FAQs About the word accursed

καταραμένος

under a curseAlt. of Accurst

ανατιναγμένη,καταραμένος,καταραμένος,καταραμένος,Καταραμένος,γαμημένο,διαβολικός,αποτρόπαιος,Φρικτός,φρικτός

αξιέπαινος,αξιόπιστος,μεγάλος, καταπληκτικός,αξιέπαινος,θαυμαστός,θαυμάσιος,αξιέπαινος,υπέροχος

accurse => καταριέσαι, accurateness => ακρίβεια, accurately => ακριβώς, accurate => ακριβής, accuracy => ακρίβεια,