Greek Meaning of freaking

γαμημένο

Other Greek words related to γαμημένο

Definitions and Meaning of freaking in English

Webster

freaking (p. pr. & vb. n.)

of Freak

Webster

freaking (a.)

Freakish.

FAQs About the word freaking

γαμημένο

of Freak, Freakish.

φρικτός,ανατιναγμένη,καταραμένος,δαγκ,Darn,σάπιο,φοβερός,καταραμένος,γλουτοί,μπερδεμένος

αξιέπαινος,αξιόπιστος,μεγάλος, καταπληκτικός,θαυμάσιος,υπέροχος,αξιέπαινος,θαυμαστός,αξιέπαινος

freaked => φοβισμένος, freak out => Τρελαίνομαι, freak => τέρας , frazzling => εξαντλητικό, frazzled => εξαντλημένος,