Greek Meaning of hearkening
ακούγοντας
Other Greek words related to ακούγοντας
Nearest Words of hearkening
Definitions and Meaning of hearkening in English
hearkening (p. pr. & vb. n.)
of Hearken
FAQs About the word hearkening
ακούγοντας
of Hearken
ακρόαση,παρών,ακρόαση,harking,ακρόαση,δίνοντας σημασία,έχοντας υπόψη,ακούω με προσοχή
αγνοώντας,έκπτωση,αγνοώντας,Συντονισμός
hearkener => ακροατής, hearkened => άκουσε, hearken => ακούω, hearing-impaired => βαρήκοος, hearing officer => Υπάλληλος ακροάσεων,