Greek Meaning of mindset
νοοτροπία
Other Greek words related to νοοτροπία
- στάση
- προοπτική
- γωνία
- διάθεση
- συναίσθημα
- συναίσθημα
- συνήθεια
- καρδιά
- ταυτότητα
- μυαλό
- λειτουργία
- φύση
- γνώμη
- προοπτική
- προσωπικότητα
- κλίση
- πνεύμα
- σκοπιά
- ταμπεραμέντο
- ιδιοσυγκρασία
- προβολή
- Σκοπιά
- πίστη
- ζητωκραυγές
- πεποίθηση
- έκφραση
- πλαίσιο
- δημητριακά
- χιούμορ
- κλίση
- ατομικότητα
- κρίση
- κρίση
- μακιγιάζ
- έννοια
- πάθος
- πειθώ
- ανταπόκριση
- Ευαισθησία
- ευαισθησία
- ευαισθησία
- συναίσθημα
- ρύθμιση
- καταπόνηση
- τόνος
- φλέβα
Nearest Words of mindset
Definitions and Meaning of mindset in English
mindset (n)
a habitual or characteristic mental attitude that determines how you will interpret and respond to situations
FAQs About the word mindset
νοοτροπία
a habitual or characteristic mental attitude that determines how you will interpret and respond to situations
στάση,προοπτική,γωνία,διάθεση,συναίσθημα,συναίσθημα,συνήθεια,καρδιά,ταυτότητα,μυαλό
No antonyms found.
mind's eye => μάτι του μυαλού, mindoro => Μιντόρο, mindlessness => αφηρημάδα, mindlessly => αστόχαστα, mindless => ανόητος,