Greek Meaning of meting

μέτρηση

Other Greek words related to μέτρηση

Definitions and Meaning of meting in English

Webster

meting (p. pr. & vb. n.)

of Mete

FAQs About the word meting

μέτρηση

of Mete

εκχωρώ,διανέμω,διανέμω,διαίρεση,διανέμω,μερίδα,παρέχειν,προμήθεια,Μοιράστε,(διανέμω)

πτώση,αρνούμαι,απαγορεύω,αρνούμαι,απορρίπτω,παρακράτηση,στερώ (από),διανέμω λανθασμένα,φθονώ,τσίμπημα

metif => Μιγάδες, metier => επάγγελμα, meticulousness => σχολαστικότητα, meticulously => σχολαστικά, meticulous => σχολαστικός,