Greek Meaning of indiscreetness

αδιακρισία

Other Greek words related to αδιακρισία

Definitions and Meaning of indiscreetness in English

Wordnet

indiscreetness (n)

lacking good judgment

FAQs About the word indiscreetness

αδιακρισία

lacking good judgment

Ασεβεια,Απροσεξία,απροσεξία,Αγροτικότητα,Αιδημοσύνη,Αγενεια,Θράσος,αγένεια,απροσεξία,απρονοησία

Καταλληλότητα,ορθότητα,ευπρέπεια,δεοντολογία,decorum,Διακριτικότητα,Φυσική κατάσταση,περιουσία,φρόνηση,ορθότητα

indiscreetly => αδιάκριτα, indiscreet => αδιάκριτος, indiscovery => Ανακάλυψη, indiscoverable => Ανευρέτῳ, indiscipline => αναρχία,