Greek Meaning of capsulize

εγκλωβίζω

Other Greek words related to εγκλωβίζω

Definitions and Meaning of capsulize in English

Wordnet

capsulize (v)

enclose in a capsule

put in a short or concise form; reduce in volume

FAQs About the word capsulize

εγκλωβίζω

enclose in a capsule, put in a short or concise form; reduce in volume

συμπιέζω,πυκνώνω,ενοποίηση,πιέζω,κάψουλα,κατάρρευση,συμπαγής,συσφίγγω,συστέλλω,Σύμβαση

αποσυμπιέζω,διασπείρω,διαλύω,επεκτείνω,ανοιχτό,απλωμένος,διαστέλλομαι,φουσκώνω,διασκορπίζω,οίδημα

capsulitis => Καψουλίτιδα, capsulise => Ενθυλάκωση, capsule => κάψουλα, capsulated => εγκλωβισμένο, capsulate => εγκωψυλιωμένο,