Greek Meaning of warlord
πολέμαρχος
Other Greek words related to πολέμαρχος
- Αφεντικό
- καουδίλιο
- Φεουδάρχης
- ΠΟτεντάτος
- Χάρακας
- αυτάρκης
- αυταρχικός
- Αὐτοκράτορας
- βαρόνος
- Μεγάλος αδερφός
- Καπετάνιος
- αρχηγός
- Δέσποτης
- δικτάτορας
- κυρίαρχος
- βασιλιάς
- αρχηγός
- ηγέτης
- κύριος
- κύριος
- μονάρχης
- Ανώτατος
- πρίγκιπας
- βασίλισσα
- κυρίαρχος
- δυνατός άνδρας
- ολοκληρωτικός
- Τύραννος
- Καίσαρας
- τσάρος
- δειπλίν
- εκτελεστής
- Φύρερ
- Φύρερ
- μεγιστάνας
- Αυστηρός
- μεγιστάνας
- μονόχρωμος
- καταπιεστής
- φαραώ
- κυρίαρχος
- αφέντης
- Τσάρος
- Τυcoon
- τύραννος
- τσάρος
Nearest Words of warlord
Definitions and Meaning of warlord in English
warlord (n)
supreme military leader exercising civil power in a region especially one accountable to nobody when the central government is weak
FAQs About the word warlord
πολέμαρχος
supreme military leader exercising civil power in a region especially one accountable to nobody when the central government is weak
Αφεντικό,καουδίλιο,Φεουδάρχης,ΠΟτεντάτος,Χάρακας,αυτάρκης,αυταρχικός,Αὐτοκράτορας,βαρόνος,Μεγάλος αδερφός
No antonyms found.
warlockry => μαγεία, warlock => μάγος, warling => πολεμοχαρής, warlikeness => πολεμοχαρής, warlike => πολεμικός,