Greek Meaning of caudillo
καουδίλιο
Other Greek words related to καουδίλιο
- αυταρχικός
- Αὐτοκράτορας
- Αφεντικό
- δικτάτορας
- Φεουδάρχης
- ΠΟτεντάτος
- Χάρακας
- ολοκληρωτικός
- πολέμαρχος
- αυτάρκης
- βαρόνος
- Μεγάλος αδερφός
- Καπετάνιος
- αρχηγός
- Δέσποτης
- κυρίαρχος
- Φύρερ
- Φύρερ
- βασιλιάς
- αρχηγός
- ηγέτης
- κύριος
- κύριος
- μονάρχης
- μονόχρωμος
- καταπιεστής
- Ανώτατος
- φαραώ
- πρίγκιπας
- βασίλισσα
- κυρίαρχος
- δυνατός άνδρας
- Τσάρος
- Τύραννος
- Καίσαρας
- τσάρος
- δειπλίν
- εκτελεστής
- μεγιστάνας
- Αυστηρός
- μεγιστάνας
- κυρίαρχος
- αφέντης
- Τυcoon
- τύραννος
- τσάρος
Nearest Words of caudillo
- caught on (to) => έπιασμενος
- caught one's breath => κράτησε την ανάσα του
- caught one's eye => τράβηξε την προσοχή του
- caught up (with) => ενημερωμένος (με)
- causalities => απώλειες
- causations => αιτίες
- 'cause => επειδή
- cause célèbre => cause célèbre
- causes => αιτίες
- causes célèbres => Διαβόητες υποθέσεις
Definitions and Meaning of caudillo in English
caudillo
a Spanish or Latin American military dictator
FAQs About the word caudillo
καουδίλιο
a Spanish or Latin American military dictator
αυταρχικός,Αὐτοκράτορας,Αφεντικό,δικτάτορας,Φεουδάρχης,ΠΟτεντάτος,Χάρακας,ολοκληρωτικός,πολέμαρχος,αυτάρκης
No antonyms found.
caucuses => Καύκοι, cattlemen => κτηνοτρόφοι, catting (around) => γάτα (γatos), cattily => σκωπτικά, catted (around) => γάτες (γύρω),