FAQs About the word caught up (with)

ενημερωμένος (με)

πιάστηκε,προσπερνώ,κυνηγημένος,αναθεωρημένος,καταδιωκόμενος,έφτασε,κέρδισε,πέρασε,ξεπερασμένος

υστέρησε

caught one's eye => τράβηξε την προσοχή του, caught one's breath => κράτησε την ανάσα του, caught on (to) => έπιασμενος, caudillo => καουδίλιο, caucuses => Καύκοι,