Greek Meaning of monocrotism
Μονοκροτισμός
Other Greek words related to Μονοκροτισμός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of monocrotism
- monocrotic => μονοκροτικό
- monocrat => μονόχρωμος
- monocotyledonous => μονοκοτυλήδονο
- monocotyledones => Μονοκοτυλήδονα
- monocotyledonae => Ανεμόφυλλα
- monocotyledon => Μονοκοτυλήδονας
- monocotyle => Μονοκοτυλήδονα
- monocotyl => μονοκοτυλήδονο
- monocot genus => Είδος μονοκοτυλήδονα
- monocot family => μονοκοτυλήδονα φυτά
- monocular => Μονοκύαλο
- monocular vision => Μονοκυκλική όραση
- monocule => Μονόκλ
- monoculous => Μονόφθαλμος
- monoculture => Μονοκαλλιέργεια
- monocycle => Μονόκυκλο
- monocystic => μονοκυστικός
- monocyte => Μονοκύτταρο
- monocytic leukaemia => Μονοκυτταρική λευχαιμία
- monocytic leukemia => μονοκυτταρική λευχαιμία
Definitions and Meaning of monocrotism in English
monocrotism (n.)
That condition of the pulse in which the pulse curve or sphygmogram shows but a single crest, the dicrotic elevation entirely disappearing.
FAQs About the word monocrotism
Μονοκροτισμός
That condition of the pulse in which the pulse curve or sphygmogram shows but a single crest, the dicrotic elevation entirely disappearing.
No synonyms found.
No antonyms found.
monocrotic => μονοκροτικό, monocrat => μονόχρωμος, monocotyledonous => μονοκοτυλήδονο, monocotyledones => Μονοκοτυλήδονα, monocotyledonae => Ανεμόφυλλα,