FAQs About the word dived (in)

βούτηξε

βυθισμένος (σε),αποφάσισε,προηγμένος,συνέχεια,αναδευμένος

ισορροπημένος,δίστασε,διακοπεί,δίσταζε,έμεινε πίσω,ενδοιασμός,κλιμακωτό,δίστασε,ταλαντεύτηκε,δίστασε

dive (into) => βουτάω (μέσα), dive (in) => Κατάδυση (σε), divas => ντίβες, divans => καναπέδες, diurnals => εφημερίδες,