Greek Meaning of scrumptiously

νόστιμος

Other Greek words related to νόστιμος

Definitions and Meaning of scrumptiously in English

Wordnet

scrumptiously (r)

so as to produce a delightful taste

FAQs About the word scrumptiously

νόστιμος

so as to produce a delightful taste

νόστιμος,αμβροσιακό,ορεκτικός,χαριτωμένος,απολαυστικό,βρώσιμο,νόστιμος,νόστιμο,ουράνιος,νόστιμο

κοινότοπος,βαρετό,συνηθισμένος,απεχθής,επίπεδος,άνοστος,μπαγιάτικος,άνοστος,κουραστικό,ανορεκτικός

scrumptious => Νόστιμο, scrummage => συμπλοκή, scrum => Scrum, scruffy => ατημέλητος, scruff => αξύριστο πρόσωπο,