Greek Meaning of graspable
κατανοητό
Other Greek words related to κατανοητό
Nearest Words of graspable
Definitions and Meaning of graspable in English
graspable (s)
capable of being apprehended or understood
graspable (a.)
Capable of being grasped.
FAQs About the word graspable
κατανοητό
capable of being apprehended or understoodCapable of being grasped.
Προσβάσιμο,κατανοητός,κατανοητός,κατανοητό,συνεκτικός,κατανοητός,ανεξερεύνητος,Κατανοητός,Αναγνώσιμο,ανεξιχνίαστος
ασυνεπής,ακατανόητος,εσωτερικός,άναρθρος,ανεξιχνίαστος,αναίσθητος,μυστηριώδης,ασαφής,μυστηριώδης
grasp => Κατανοώ, grapy => σταφυλώδης, graptophyllum pictum => Graptophyllum pictum, graptophyllum => Graptophyllum, graptolitic => γραπτολιθικά,